- πολυείμων
- πολυ-είμων, ον, gen. ονος,A of many garments, Mesom.Sol.25(prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυείμων — και πολυοίμων, ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
πολυείμονα — πολυείμων of many garments neut nom/voc/acc pl πολυείμων of many garments masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek